προκαρούμαι

προκαρούμαι
-όομαι, Α
ναρκώνομαι, βυθίζομαι σε βαθύ ύπνο εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καροῦμαι «βυθίζομαι σε βαθύ ύπνο, ναρκώνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”